προσ-

προσ-
ΝΜΑ
α' συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β' συνθετικού (πρβλ. προσ-αυξάνω, προσ-έτι, προσ-θέτω, πρόσ-οδος, προσ-φιλής, πρόσ-χαρος)
β) την κατεύθυνση, το σημείο αναφοράς τού β' συνθετικού (πρβλ. προσ-αγορεύω, προσ-εδαφίζω, προσ-φέρω, προσ-φωνώ)
γ) εναντίωση, εχθρική διάθεση (πρβλ. προσ-άγω, προσ-βάλλω, προσκρούω, προσ-τρίβω)
δ) προσανατολισμό, θέση ως προς τα σημεία τού ορίζοντα (πρβλ. προσ-ανατολίζω)
ε) τοποθέτηση πάνω σε κάτι (πρβλ. προσ-αλείφω, προσ-φύω, προσ-χώνω)
στ) το μέρος που βρίσκεται μπροστά (πρβλ. πρόσ-οψη, πρόσ-ωπο)
τοπική εγγύτητα, αυτό που βρίσκεται κοντά σε εκείνο που δηλώνει το β' συνθετικό (πρβλ. προσ-εδρεύω, πρόσ-γειος, προσ-γράφω, πρόσ-καιρος, πρόσ-κειμαι, προσ-ωρινός)
η) εξάρτηση, στενή σχέση, συνοδεία (πρβλ. προσάδω, προσ-άλληλος, προσ-αρτώ, προσ-αρκώ, προσ-κολλώ, προσ-πάσχω)
θ) τον σκοπό για τον οποίο γίνεται αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό (πρβλ. προσ-άναμμα, προσ-οικίζω, προσ-εύχομαι, προσ-παθώ, προσ-ποιούμαι)
ι) συμφωνία, αυτό που ταιριάζει, που αρμόζει στη σημ. τού β' συνθετικού (πρβλ. προσ-αρμόζω, προσ-ιδιάζω, προσ-ήκω, προσ-ωδός)
ια) το ενώπιον (πρβλ. προσ-αντώ, πρόσ-ειμι)
ιβ) στάση σε τόπο (πρβλ. προσ-απομένω, πρόσ-πατρις)
ιγ) προσέγγιση (πρβλ. προσ-είκελος, προσ-όμοιος). Λόγω τής ευρύτατης χρήσης συνθ. με προσ- κατέληξαν ορισμένα να χρησιμοποιηθούν με την ίδια σημ. που είχε το β' συνθετικό ως απλό (πρβλ. προσ-ιλιγγιώ, προσ-κινδυνεύω, προσ-μονάζω, προσ-τερατολογώ).Παραδείγματα συνθ. με α' συνθετικό προσ-: προσαγορεύω, προσάγω, προσάπτω, προσαράσσω, προσαρμόζω, προσαρτώ, προσαυξάνω, προσβάλλω, πρόσγειος, προσγί(γ)νομαι, προσγράφω, προσδέχομαι, προσδίδω (μι), προσδοκώ, προσεγγίζω, προσεδαφίζω, προσέλευση, προσέρχομαι, προσεταιρίζομαι, προσέτι, προσεύχομαι, προσέχω, προσήκω, προσήλιος, προσηλώ(νω), προσήνεμος, προσηνής, πρόσκαιρος, προσκαλώ, προσκαρτερώ, πρόσκειμαι, προσκλαίω, προσκλίνω, προσκολλώ, προσκομίζω, προσκόπτω, προσκρούω, προσκτώμαι, προσκυνώ, προσλαμβάνω, προσμαρτυρώ, προσμένω, προσμετρώ, προσνεύω, πρόσοδος, προσονομάζω, προσορμίζω, πρόσοψη, προσπαθώ, προσπίπτω, προσποιούμαι, προσπορίζω, προστάσσω, προστίθημι, πρόστιμο(ν), προστρέχω, προστρίβω, προστυγχάνω, προσυπογράφω, προσφάγι(ον), πρόσφατος, προσφέρω, προσφεύγω, προσφιλής, πρόσφυξ(-υγας), προσφύω, προσφωνώ, προσχώνω(ννυμι), προσχωρώ, πρόσωπο(ν)
αρχ.
προσαγάλλω, προσαγγέλλω, προσάδω, προσάλληλος, προσαναγκάζω, προσανάγω, προσαναπαύω, προσαντώ, προσβαίνω, προσβοηθώ, προσεδρεύω, πρόσεργος, προσήγορος, προσίστημι, προσκάθημαι, προσλείπω, προσνέμω, προσπίνω, προσπλέω, προσπορεύομαι, προστρέπω, προσωδός, προσώνυμος
αρχ.-μσν.
προσαιτώ, προσανάκειμαι, προσασκώ, προσεγείρω, πρόσειμι (Ι), προσήλυτος, προσίημι, προσλέγω, προσομιλώ, προσπάσχω, προσπνέω, προσστέλλω, προσυπακούω, προσχαρίζομαι
μσν.
προσζητώ, προσηττώμαι, προσμονάζω, προσπενθώ, προσπλησιάζω, προσφαντάζω, προσφράζω
μσν.-νεοελλ. προσομοιάζω
νεοελλ.
προσαμμώνω, προσάναμμα, προσανατολίζω, προσδένω, προσελκύω, προσεπικυρώνω, προσθαλασσώνω, προσθέτω, προσιδιάζω, προσκέφαλο, προσπέφτω, πρόστυχος, πρόσχαρος, προσωρινός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρόσ' — πρόσαι , προσάμβ going up fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσσχῇ — πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres subj mp 2nd sg (doric) πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres ind mp 2nd sg (doric) πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 3rd sg (doric) πρόσ σχάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκρεμῶσι — πρόσ κρεμάννυμι hramjan fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρόσ κρεμάννυμι hramjan fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) πρόσ κρεμάω hramjan pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρόσ κρεμάω hramjan… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσσχῶ — πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres imperat mp 2nd sg πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 1st sg (attic epic ionic) πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres ind act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαθιστᾶν — πρόσ καθιστάω pres part act masc voc sg (doric aeolic) πρόσ καθιστάω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πρόσ καθιστάω pres part act masc nom sg (doric aeolic) προσκαθιστᾶ̱ν , πρόσ καθιστάω pres inf act (epic doric) πρόσ καθιστάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσσταλῇ — πρόσ σταλάω let drop pres subj mp 2nd sg (doric) πρόσ σταλάω let drop pres ind mp 2nd sg (doric) πρόσ σταλάω let drop pres subj act 3rd sg (doric) πρόσ σταλάω let drop pres ind act 3rd sg (doric) πρόσ σταλάω let drop pres subj mp 2nd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπικλᾶτε — πρόσ ἐπικλάω bend pres imperat act 2nd pl πρόσ ἐπικλάω bend pres subj act 2nd pl πρόσ ἐπικλάω bend pres ind act 2nd pl πρόσ ἐπικλάω bend pres imperat act 2nd pl πρόσ ἐπικλάω bend pres subj act 2nd pl πρόσ ἐπικλάω bend pres ind act 2nd pl πρόσ… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσιῶνται — πρόσ ἱέω Ja c io pres subj mp 3rd pl (attic epic doric) πρόσ ἰάομαι j pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic) πρόσ ἰάομαι j pres ind mp 3rd pl πρόσ ἰάομαι j pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic) πρόσ ἰάζω fut ind mid 3rd pl πρόσ ἰόομαι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσσχῶσι — πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 3rd pl (attic epic ionic) πρόσ σχάω slit open so as to let something escape… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσσχῶσιν — πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρόσ σχάω slit open so as to let something escape pres subj act 3rd pl (attic epic ionic) πρόσ σχάω slit open so as to let something escape… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”